κοκκιοκύτταρο

κοκκιοκύτταρο
το
ανατ. λευκό αιμοσφαίριο που χαρακτηρίζεται από πολύλοβο πυρήνα και ύπαρξη κοκκίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. κοκκίο + κύτταρο. Απόδοση στην ελλ. ξεν όρου, πρβλ. αγγλ. granulocyte < granulo- (< granule «κόκκος») + -cyte (< κύτος «αγγείο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοκκιοκυτταροπενία — η ιατρ. ελάττωση τής συγκέντρωσης τών κοκκιοκυττάρων στο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκιοκύτταρο + πενία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granulocytopenia. Η λ. ως προς το α συνθετικό είναι απόδοση (granulocyte: κοκκιοκύταρο), ενώ ως προς το β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”